συγγραφία

συγγραφία
και ιων. τ. συγγραφίη, ἡ, Α
συγγραφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού συγγραφή κατά τα θηλ. σε -ία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • -γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… …   Dictionary of Greek

  • ՄԱՏԵՆԱԳՐՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0214 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 8c, 12c գ. γραφή, ἁναγραφή, γράμμα, συγγραφή, συγγραφία scriptio, conscriptio, scriptura, scriptum, liber, opus, historia, commentarium βιβλιοθήκη bibliotheca. Գրութիւն մատենից. եւ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”